- Παρουσίαση
- Λεπτομέρειες
- Κείμενο
- Περιεχόμενα
- Γράψτε κριτική
Είµαι λοιπόν ο Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, που όλοι µε λένε πολυµήχανο και που τη δόξα µου τη ζήλεψαν κι οι θεοί ακόµα. Πατρίδα µου είναι η Ιθάκη, το νησί που γεννάει παλικάρια. Βραχότοπος, µα τόπος αγαπητός. Όλο τον κόσµο γύρισα µα σαν την πατρίδα δε βρήκα πιο γλυκιά γωνιά. Με κράτησε κοντά της η Καλυψώ, θεά πανώρια, για να µε κάνει ταίρι της. Με κράτησε κι η Κίρκη σ’ ολόλαµπρα παλάτια, ζητώντας κι αυτή την αγάπη µου. Όµως ούτε η µια ούτε η άλλη γύρισαν το νου µου, γιατί δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερο στον κόσµο από πατρίδα και γονιούς.
Μια πλατιά περίληψη της Ομηρικής Οδύσσειας με ιδιαίτερο βάρος στα πιο ποιητικά και στα πιο ενδιαφέροντα επεισόδια του δεκάχρονου γυρισμού του Οδυσσέα στην πατρίδα.
"... Το κοσμαγάπητο έπος του Ομήρου, με τις παραμυθένιες περιπέτειες και τις εξωτικές περιπλανήσεις, δίνεται εδώ σε πεζό, αλλά με όχι λιγότερη ποιητική πνοή. Πολλές φορές οι εκφράσεις και οι διάλογοι μοιάζουν αντηχήσεις του αρχαίου λόγου και η συντόμευση του μεγαλειώδους έργου δεν συρρικνώνει τη δραματικότητα των στιγμών, την ένταση και την αγωνία της πλοκής ή τη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή..."
Ζ.Β. Περιοδικό Διαβάζω, 22.7.92
7. Odyssee
(γερμανική γλώσσα)
Κείμενο: Μενέλαος Στεφανίδης
Με 31 σχέδια του Γιάννη Στεφανίδη
Μετάφραση: Christina Tell
256 σελίδες, μαλακό εξώφυλλο, σχήμα τσέπης 16,5 x 11,5 εκ.
Ηλικίες: από 12 και πάνω
ISBN-10: 9604250671, ISBN-13: 9789604250677
Απόσπασμα από το μεταφρασμένο στα γερμανικά κείμενο του βιβλίου
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ
Με βαριά καρδιά ανοιχτήκαμε στη θάλασσα και ύστερα από λίγες μέρες φτάσαμε στη χώρα όπου ζούσαν οι Κύκλωπες, γίγαντες πελώριοι και φοβεροί που είχαν ένα μόνο μάτι καταμεσής στο κούτελο. Αυτοί ποτέ δεν οργώνουν χωράφι και δε σπέρνουν τη γη γιατί όλα φυτρώνουν εκεί μόνα τους, σιτάρια, κριθάρια, αμπέλια.
Ποτέ δε μαζεύονται να κουβεντιάσουν κι ούτε από νόμους ξέρουν. Κατοικούνε χωριστά σε σπηλιές πάνω στα βουνά κι ο καθένας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του. Για τους γειτόνους του δε νοιάζεται καθόλου.
Έξω απ’ το λιμάνι τους ήταν ένα νησί, όμορφο, πράσινο κι έρημο από ανθρώπους αλλά γεμάτο αγριοκάτσικα που ’βρισκαν τροφή στα δροσερά λιβάδια. Είχε κι ένα δικό του λιμάνι κλειστό, απάνεμο, όπου δε χρειάζονταν ούτε σκοινιά για να δέσεις το καράβι σου ούτε άγκυρες, αλλά άραζες ελεύθερα όσο ήθελες κι όπου ήθελες. Κι ενώ το νησί ήταν τόσο κοντά στη χώρα των Κυκλώπων, αυτοί ποτέ δεν έρχονταν σ’ αυτό, ούτε πήγαν ποτέ σ’ άλλον τόπο γιατί δεν είχαν καράβια κι ούτε αγαπούσαν τη θάλασσα.
Μπήκαμε στο λιμάνι του νησιού. Στο βάθος ήταν μια σπηλιά, πλάι της μια πηγή με γάργαρο νερό κι από δω ΚΙ από κει σκιερές λεύκες. Βγήκαμε και περάσαμε τη νύχτα σ’ αυτό το όμορφο και ασφαλισμένο μέρος.
Το πρωί σηκωθήκαμε και κυνηγήσαμε αγριοκάτσικα. Μας βοήθησε ο θεός και κάναμε καλό κυνήγι. Είχα δώδεκα καράβια και το καθένα πήρε εννιά κατσίκια, μα για το δικό μου οι σύντροφοι δώσανε δέκα. Όλη τη μέρα τρώγαμε κρέας. Πίναμε και γλυκό κρασί γιατί είχαμε πολύ μες στα καράβια από τότε που πατήσαμε την Ίσμαρο. Απέναντί μας βλέπαμε τη γη των Κυκλώπων κι ακούγαμε τις φωνές τους ανακατωμένες με βελάσματα γιδιών και προβάτων. Την άλλη μέρα είπα στους συντρόφους μου:
– Μείνετε εσείς εδώ κι εγώ με το καράβι μου και τους δικούς μου ναύτες θα πάω απέναντι να μάθω ποιοι κατοικούν εκεί, αν είναι άγριοι κι άδικοι ή αν σέβονται τους θεούς κι αγαπούν τους ξένους.
Έτσι μπήκα με τους δικούς μου στο πλοίο και περάσαμε απέναντι. Κοντά στην ακρογιαλιά είδαμε μια σπηλιά. Ήταν ψηλή, μεγάλη και. γύρω της ξεκουράζονταν κοπάδια από γιδοπρόβατα.
Πρόσταξα τότε τους συντρόφους να περιμένουν στο καράβι κι εγώ διάλεξα δώδεκα, τους πιο γερούς και θαρρετούς, κι έφυγα. Πήραμε μαζί μας και ένα ασκί γεμάτο κρασί. Κι ήταν αυτό τόσο δυνατό που για να το πιεις έπρεπε να βάλεις είκοσι φορές περισσότερο νερό. Μια γλυκιά ευωδιά σ’ έπαιρνε τότε, που δε βάσταγε η καρδιά σου να μην το δοκιμάσεις. Μα εγώ το πήρα μαζί μου όχι για να πιούμε εμείς, αλλά γιατί κατάλαβα πως θ’ αντάμωνα άντρα πελώριο κι άγριο, που μόνο το κακό είχε στο νου του.
Πήγαμε στη σπηλιά. Αυτός έλειπε γιατί έβοσκε τα πρόβατα στο λιβάδι. Η σπηλιά ήταν ψηλή, μεγάλη και βαθιά. Μέχρι που είχε και μαντριά για κατσίκια και πρόβατα. Σε μιαν άκρη ήταν στιβαγμένα τυριά κι αλλού δοχεία γεμάτα με τυρόγαλο. Πιο πέρα ήταν σκάφες κι άλλα δοχεία άδεια που τα είχε για το άρμεγμα. Οι σύντροφοί μου φοβήθηκαν και μ’ εξόρκιζαν να πάρουμε τυριά, κατσίκια και πρόβατα και να φύγουμε. Εγώ όμως δεν τους άκουσα. Είχα την περιέργεια να δω τον Κύκλωπα και να δεχτώ ό,τι θα μας έδινε εκείνος και όχι να τ’ αρπάξω. Μα αυτό ήταν το λάθος μου. Έτσι φάγαμε μόνο λίγο τυρί και κάτσαμε να τον περιμένουμε.
Απόσπασμα από το μεταφρασμένο στα γερμανικά κείμενο του βιβλίου "Odyssee" του Μενέλαου Στεφανίδη
Copyright © Δημήτρης Μ. Στεφανίδης. Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναπαραγωγή του αποσπάσματος αυτού χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
ODYSSEUS LEBT UND WIRD ZURÜCKKEHREN
DIE ABENTEUER DES ODYSSEUS
Auf der Insel der Kalypso
Auf einem Floß über das Meer
Poseidon sendet ein Unwetter
Auf der Insel der Phaiaker
Bei den Kikonen und den Lotosessern
Ithaka ist in Sicht
Die Katastrophe im Hafen der Laistrygoner
Bei der Zauberin Kirke
Die Reise in die Unterwelt
Das betörende Lied der Sirenen
Zwischen Skylla und Charybdis
Die Rinder des Sonnengottes
DIE RÜCKKEHR NACH ITHAKA
DAS SCHRECKLICHE ENDE DER FREIER
DER DICHTER DER ILIAS UND DER ODYSSEE